- μαστροπίς
- μαστροπ-ίς, ίδος, ἡ, fem. of sq., Lib.Decl.40.46 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστροπίς — μαστροπίς, ίδος, ἡ (Α) [μαστροπός] η μαστροπός … Dictionary of Greek
μαστροπίδων — μαστροπίς fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)